- εὔορκον
- εὔορκοςkeeping one's oathmasc/fem acc sgεὔορκοςkeeping one's oathneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύορκος — η, ο (Α εὔορκος, ον) αυτός που τηρεί τον όρκο του, ο πιστός στον όρκο του («εἴ τι χαίρεις ἀνδρός εὐόρκου τρόποις», Αριστοφ.) νεοελλ. συνεκδ. ευσυνείδητος, ειλικρινής αρχ. 1. αυτός που είναι σύμφωνος με τον όρκο κάποιου («λόγοις δικαίοις χρωμένοις … Dictionary of Greek
благоклѧтвьно — (1*) нар. С верностью клятве: сего ра(д) к вамъ не прибѣгохъ, ˫ако бл҃гоклѩтвьно и безъмолвьно створю ошестви˫а своѥго... (εὔορκον) ГА XIII XIV, 218б … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
PERJURIUM — quanto in horrore fuerit Atheniensibus, vel hinc videre est, quod, sicut virum bonum indigitare volentes, eum vocârunt ἔυορκον, i. e. iuratae fidei tenacem, Hesiod. in ἔργ. v. 188. Οὐδέ τις ἐυόρκου χάρις ἔςςεται οὔτε δικαίου. Et Aristophanes… … Hofmann J. Lexicon universale